Tuesday, February 27, 2007

Πιστά σκυλιά

Τα πιστά σκυλιά ψόφο δεν έχουν
Αντέχουν
Τρώνε το κόκκαλο που τους πετούν
και φεύγουν
Αντέχουν
Ψόφο δεν έχουν, ψόφο δεν έχουν

Τα πιστά σκυλιά φωνή δεν έχουν
μα βλέπουν
Το κάθε χάδι το ρουφούν
και τρέχουν
Αντέχουν
φωνή δεν έχουν, φωνή δεν έχουν

Τα πιστά σκυλιά στη μοναξιά γαβγίζουν
και βρίζουν
Τις νύχτες τις πληγές τους γλείφουν
δακρύζουν
κι αντέχουν
Ψόφο δεν έχουν, ψόφο δεν έχουν

Thursday, February 22, 2007

Καπουτσίνο

Κάθε Δευτέρα, την ωρα που πέφτει η νύχτα, συνηθίζω να κάθομαι μόνος σ' ένα καφέ. Δεν πίνω γουλιά απ' τον καπουτσίνο. Μένω με τα μάτια μου καρφωμένα, κάπου ανάμεσα στους υπόλοιπους θαμώνες, ώσπου εμφανίζεται μπροστά μου ένα κάτασπρο ανθισμένο γιασεμί. Τότε χαμογελώ και αφήνομαι ηδονικά στη μυρωδιά του. Το ξέρω, με παίρνουν για τρελλό.
Για να μην τους διαψεύσω, φεύγοντας χαρίζω σε όλους από ένα μικρό ευωδιαστό κλαδάκι.

Sunday, February 18, 2007

Εντάξει λοιπόν να παίξω. Την πρώτη πρόσκληση την απέφυγα, αλλά το πράγμα πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας και είπαμε τυχάρπαστος, όχι ακατάδεκτος (Δε χρειάζεται να γράψω περί τινος πρόκειται γιατί οι λίγοι που έρχεστε εδω το γνωρίζετε ήδη)

Λοιπόν πέντε πράγματα γα μένα

1. "Ανεκλάλητος Παράδεισος" (Επιθυμία)
2. "Και διχως σε η Άνοιξη υποχθόνια προωθεί τα καρποφόρα της" (Φόβος)
3. "Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ μα ωστόσο λάμπει" ή "Άοσμος κι όμως πιάνεται όπως ανθός απ' τα ρουθούνια ο θάνατος" (Γνώση)
4. "Άραγε να 'ναι η μοναξιά σ' όλους τους κόσμους ίδια; " ή αλλιώς "σα φαντάροι απολυμμένοι που κανείς δε περιμένει" (Απορία)
5. "Ζωή σε σπούδασα μα ξέχασα να ζήσω, ποιος το χαμένο μου καιρό θα φέρει πίσω" (Απολογισμός)

Και επειδή αν αρχίσω να παίζω δε σταματάω με τίποτα τα γράφω κι αλλιώς και μάλλον πιο αληθινά (έτσι κι αλλιώς δε με ξέρει κανείς)

1. Κατά βάση άνθρωπος ηδονιστής. Πέτυχα περισσότερο ως ασκητεύων στο όρος της ενοχής (Πέρασαν χρόνια για ν' αποκτήσω αγαπημένο βιβλίο κι αυτό ήταν η Δίκη του Καφκα ή ακριβέστερα οι δυο τελευταίες σειρές του βιβλίου (Δεν ορκίζομαι ότι πήρα μυρουδιά γιατί το έγραψε ο Φραντσ). "Σαν το σκυλί!" είπε και ήταν σαν να έλεγε πώς η ντροπή θα επιζούσε περισσότεο από τον ίδιο")
2. Κατά βάση άνθρωπος φοβισμένος. Έπεισα πολλούς για το θάρος μου (Μέχρι και στην πίεση της τηλεορασης άντεξα όταν κάποτε με περίλαβε).
3. Κατά βάση άνθρωπος ανίδεος. Με θαύμασαν πολλοί για τις γνώσεις μου (Τσ...τσ..τσ...πόσα ξέρει ο άνθρωπος. [Παρ' ολίγο θύμα δολοφονίας, ερωτώμενο(ς) τι ήθελε ο επίδοξος δολοφόνος στο σπίτι του στις δύο το πρωϊ, απάντησε "Πάντως όχι να διαβάσουμε Μπωντλαίρ!" και ο πολύξερος τον άφησε ενεό, όταν χαριτολογώντας του απάντησε "Ναι, εκτός κι αν κρατούσε στα χέρια του του "Τα άνθη του κακού". Δεν τα είχα διαβασει τότε και τώρα μια αμυδρή εικόνα έχω..αλλά το κομμάτι μου το' κανα])
4. Κατά βάση άνθρωπος μοναχικός. Κανείς δε πήρε μυρουδιά (Και πως να το πάρει δηλαδή οταν έχει απέναντι του έναν θορυβώδη τύπο που λεει τριακόσια ανέκδοτα στη σειρά -πριν το μυαλό μου κάνει φορματ- και το στόμα του είναι γενικώς απύλωτο, αρκετά βρώμικο -το πλένω μη πάει ο νους σας εκεί- και με μια άποψη για κάθε τομέα του επιστητού και ίσως όχι μόνο του επιστητού).
5. Κατά βάση άνθρωπος ευαίσθητος. Μπούρδες. (Εδώ δεν έχει συμπλήρωμα. Απλά μπούρδες)

¨Αντε να σας τα πω κι αλλιώς
1. Το δυό χιλιάδες είχα γεννέθλια. Εκλεισα τα σαράντα. Από τότε δεν ασχολούμαι με την μέρα της γέννησης μου.
2. Στο κρανίο μου παραμένουν μαλλιά που προτίμησαν την ατίμωση από την πτώση.
3. Δεν πάω σε γιατρούς, αν και η χοληστερίνη μου και η αρτηριακή πίεση είναι ανυπάκουες σε νουθεσίες ήδη από τα τριάντα μου. Θέλω να πεθάνω υγιής.
4. Κάποτε απόκτησα ένα τίτλο. Πορεύομαι μ' αυτόν γιατί σχεδόν κανείς σ' αυτόν τον τόπο δε σκέφτηκε ποτέ να θέσει τους τίτλους υπό αμφισβήτηση.
5. Πέτυχα και κάτι σπουδαίο πραγματικά. Εχω αποκτήσει με τη γυναίκα μου - ζω μαζί της τα τελευταία τριάντα χρόνια-, δυο αγόρια ομορφότερα και ευφυέστερα ακόμη κι απ' τον πανέμορφο και πανέξυπνο πατέρα τους (ήδη φαντάζομαι μερικά σχόλια που θα μπορούσαν να γραφούν γι' αυτο το τελευταίο, αλλά ας είναι..είμαι σίγουρος)..

Εεεε φτάνει. Οκ Οκ σταματώ
Απ' αυτούς που θα ήθελα να δώσω την μπάλα είναι οι τρεις που μου την έδωσαν. Εχω πρόβλημα δηλαδή γιατί ετσι κι αλλιώς ξέρω λίγους.
Απ' αυτούς που διαβάζω λοιπόν εκτός από τους swicth off, τιποτα και jojo που με προσκάλεσαν και τη herinna, που ήδη κλήθηκε από άλλους, κάνω πάσα στην
oulaloum.blogspot.com (μ' αρέσουν πολύ τα γραπτά της),
paidiskh.blogspot.com (μ' αρέσει ο Πίργκηπας :-))
wwwbebe-bebelac.blogspot.com (μ' αρέσουν οι κρέμες της)
aspastosblogspotcom.blogspot.com (μ' αρέσουν τα φύρδην μίγδην πράγματα)
metofeggariagalia.blogspot.com (σε ποιον δεν αρέσει να' ναι με το φεγγάρι αγκαλιά)
Ελπίζω να μπει και κανένα γκολ.

Thursday, February 15, 2007

Δικάσιμος Τριμελούς

Δεν είναι ακόμη 09.00 και βρίσκομαι ήδη έξω από την αίθουσα του Δικαστηρίου. Σας το είπα κι άλλοτε, έρχομαι τακτικά εδώ. Σήμερα, χορτασμένος από την κρεοφαγία της ερωμένης του Βαρθολομαίου που μου χάρισε απλόχερα η TV, της συμπαράστασης των ανωνύμων υπέρ απατημένου συζύγου, του φερόμενου ως δολοφόνου, αλλά, να μη το ξεχάσω, και της αποπομπής του αγωνιστή Κουλούρη, από την μεγάλη αγκαλιά της δημοκρατικής παράταξης, δεν έχω μεγάλες αντοχές και διάλεξα ένα ταπεινό Τριμελές. Άνθρωποι πηγαινοέρχονται καπνίζοντας έξω από την αίθουσα, κάποιοι κάθονται στις καρέκλες, άλλοι ακούν με προσοχή τις συμβουλές των δικηγόρων, κανείς δε γελάει, κανείς δε δείχνει ευχαριστημένος, εκτός από μένα ίσως, που είμαι εδώ για να χαζέψω. Σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι και θα μπω στην αίθουσα. Θα πάρω εκείνη τη θέση που σας είπα, λίγο πιο ψηλά από τους άλλους, ώστε να βλέπω όλη την αίθουσα καθαρά, να βλέπω την απόγνωση, τον φόβο και, ανάλογα με την έκβαση, την ανακούφιση στα πρόσωπα των κατηγορουμένων, την ευχαρίστηση ή την αποδοκιμασία στα πρόσωπα των υπολοίπων. Και βέβαια να βλέπω τα πρόσωπα των Δικαστών. Μ’ αρέσουν τα πρόσωπα των δικαστών, αυτών των για λίγη ώρα μικρών θεών, αυτών που μπορούν να σε κάνουν σπουδαίο, όταν με το ανάλογο των περιστάσεων σοβαρό ύφος, σου αναγνωρίζουν γενναιότητα ή την ειλικρίνεια ή σε κατακεραυνώνουν γιατί ψεύδεσαι ή γιατί ήσουν απρόσεκτος ή γιατί είσαι επικίνδυνος ή γιατί είσαι απροσάρμοστος ή άξιος σωφρονισμού. Αυτοί ξέρουν, μπορούν να κρίνουν, να σε βάλουν στο καλούπι να δουν αν ταιριάζεις κι ανάλογα να σε αποδώσουν στην κοινωνία ή να σε περάσουν από το κρεβάτι του Προκρούστη, ώστε να απαλλαχτείς απ’ ότι περισσεύει ή να αναγκαστείς να αναζητήσεις ότι σου λείπει. Μ’ αρέσουν οι δικαστές, σοβαροί πάντα, καλοντυμένοι, περιποιημένοι, ακτινοβολούν σοφία, ορθότητα δικαιοσύνη. Μ’ αρέσουν και οι Εισαγγελείς, ταγμένοι να αγρυπνούν πάντα μη και ξεφύγει κανένας από το κρεβάτι του Προκρούστη. Τέλος πάντων, μ’ αρέσουν όλα αυτά αλλά κυρίως τα πρόσωπα των υπολοίπων, σφιγμένα, πονεμένα, καταπτοημένα καμιά φορά και τα ανακουφισμένα. Να μαι λοιπόν στη θέση μου. Η συνεδρίαση άρχισε. Όπως το είχα προβλέψει, τίποτα συνταρακτικό. Μικροτραυματισμοί σε τροχαία, εξυβρίσεις, ότι πρέπει δηλαδή για το επιδόρπιο που είχα ανάγκη. Οι Δικαστές έχουν εύκολη δουλειά. Ο Εισαγγελέας επίσης. Λέει λίγα αυτός, αποφασίζει γρήγορα το Δικαστήριο, αδειάζει σιγά σιγά η αίθουσα. Αρχίζω να βαριέμαι. Ετοιμάζομαι να φύγω την ώρα που ένας νεαρός απολογείται για χρήση κάνναβης. Κοντοστέκομαι. Γιατί έκανες χρήση; Τον ρωτάνε. Είναι τρομοκρατημένος, τραυλίζει, με δυσκολία ακούγεται η φωνή του. Μένω για τη συνέχεια. «Είχα προβλήματα, δεν ήμουν καλά» «Δηλαδή, τι προβλήματα;» είναι η ερώτηση. «Ε, να. Τα χάλασα με τη κοπελιά μου. Ζοριζόμουν. Κάπνισα για να χαλαρώσω». Ένοχος λέει ο Εισαγγελέας, το Δικαστήριο συμφωνεί, τρεις μήνες η ποινή, να προσέχεις δεν είναι λύση αυτή, ο παρηγορητικός λόγος του Δικαστή. Φεύγει με το κεφάλι κατεβασμένο, ενώ ο πατέρας του μάλλον, κάτι του λέει με ύφος έντονο. Ε! κάτι μου πρόσφερε αυτό. Μένω και για τη συνέχεια. Τώρα επικεντρώνω τη προσοχή μου στην έδρα. Σας είπα, κάθομαι σε μια θέση λίγο πιο ψηλά από τους άλλους και μπορώ να τους βλέπω όλους καθαρά. Ο εισαγγελέας δείχνει αφηρημένος. Κάτι γράφει σ’ ένα χαρτί. Μου κάνει εντύπωση γιατί δε μοιάζει να συμμετέχει πια. Δεν ρωτάει και περιορίζεται σε τυποποιημένες φράσεις. Είναι λίγες οι υποθέσεις που έμειναν, λύεται η συνεδρίαση λέει ο Πρόεδρος και η έδρα αδειάζει. Πλησιάζω. Στη θέση του Εισαγγελέα υπάρχει ένα μουτζουρωμένο χαρτί. Με δυσκολία διαβάζω τι γράφει. Στίχοι με ρίμες που λένε περίπου

Σφαχτάρια στα τσιγκέλια οι ψυχές
Στέκουν βουβές μπροστά στους Δικαστές
Σφιγμένα πρόσωπα αμήχανες φωνές
Στις ερωτήσεις απαντούν με συλλαβές

«Γιατί χασίς;» ρωτάει ο Δικαστής
«Η κοπελιά μου μ’ άφησε και πού να κρατηθείς;»
Φωνή που σβήνει και τα μάτια του θολά
Είναι από φόβο ή η εικόνα της ξυπνά;

Όμως η Τάξη πρέπει να γνωρίζει
Ότι ο φόβος το μυαλό του φυλακίζει
Γιατί αν η εικόνα της τον κυνηγά
Ούτε ποινή μήτε ο νόμος τη νικά.

Χαμογελώ. Το βάζω στη τσέπη μου και φεύγω.

Wednesday, February 14, 2007

Χειμώνας

Συνέχιζε να χιονίζει έξω.
Στεκόμουν στο παράθυρο κι άκουγα το βόμβο των νιφάδων
καθώς η μια πάνω στην άλλη στοιβάζονταν
Σε είδα να 'ρχεσαι
Μια μπλε γραμμή πάνω στο χιόνι
Χαράκωνες το άσπρο και πλησίαζες δίνοντας την αυγή στο βλέμμα μου.
Ένιωσα να μ' αγγίζεις
Έσκυψα να σε φιλήσω
κι έμεινα να κοιτώ το τζάμι που το θάμπωσε η λαχτάρα μου.
Συνέχιζε να χιονίζει έξω.
Μα εσύ ήρθες
Με τον ανοιξιάτικο ουρανό στα μάτια
και το αεράκι του Απρίλη φυλακισμένο στα μαλλιά σου.
Απλωσα το χέρι να σε χαϊδεψω
κι έμεινα να κοιτώ το χνάρι που άφησε το χέρι μου
καθώς χανόσουν στη νύχτα τη λευκή
Μια μπλε γραμμή πάνω στο χιόνι

Ήρθες πάλι απόψε

Γλυκειά της νιότης μου ψευδαίσθηση.

Wednesday, February 7, 2007

Επιθυμία

Το νιώθω. Θα ΄ρθεις μια νύχτα να με βρεις. Σφεντάμια, σημύδες και λεύκες θα σε βλέπουν να βαδίζεις πάνω στην ασημιά λωρίδα που θα χαράζει το φεγγάρι. Θα βαδίσεις το μονοπάτι που οδηγεί στο ξέφωτο με τις μαργαρίτες. Με είδες να τις μαδάω χρόνια ψάχνοντας αυτή που κρύβει το μυστικό σου «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά;» μ’ άκουσες να λέω πάλι και πάλι Στο βάθος θα σε καλεί ένα μικρό χρυσοκίτρινο φως. Θα προχωρήσεις αργά, όχι από δισταγμό αλλά από φόβο μήπως άργησες. Πίσω σου, η δροσιά που θα πέφτει ήδη, θα ζωγραφίζει τα ίχνη σου πάνω στη χλόη που θα τσακίζεται από τα βήματά σου. Θα περάσεις από το κατώφλι και θα σταθείς μπροστά σ΄ ένα μικρό γραφείο. Μια φωτογραφία σου θα σου στέλνει ένα χαμόγελο. Μια πένα ανοιχτή θ’ αφήνει το μελάνι της ν’ απλώνεται σα χτυπημένο αίμα πάνω σε μια λευκή σελίδα. Θα διαβάσεις τις λίγες σειρές που είναι γραμμένες. «Το νιώθω θα ‘ρθεις μια νύχτα μα με βρεις. Θ’ ακούω τα βήματά σου να πλησιάζουν ρυθμικά, σαν τη δροσιά που στάζει απ’ τη στέγη στο τσίγκινο πιατάκι του σκύλου. Θα βλέπω τα φεγγάρι απλωμένο στο πρόσωπό σου σα μάσκα ομορφιάς. Τα μαλλιά σου σαν αχτίδες μιας απόκοσμης λάμψης που ποτέ δε βρήκα τη πηγή της. Έπειτα θα στρέψεις το βλέμμα σου και θα με δεις. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα στη γωνιά πλάι στο παράθυρο». Θ’ αφήσεις τη σελίδα στο γραφείο, θα στρέψεις το βλέμμα και θα με δεις σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Θα πλησιάσεις. Θ’ απλώσεις το χέρι σου και θ’ αγγίξεις το πρόσωπό μου. Έτσι όπως ονειρευόμουν πάντα, απόδειξη πως αυτό που κάποτε είδα στο βλέμμα σου ήταν αλήθεια. «Ηρθα» θα ψιθυρίσεις. Θα σκύψεις και θα με φιλήσεις στα χείλη. «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» θα ψιθυρίσεις. Θ’ ανοίξω τα μάτια και θα χαμογελάσω. Αλλά δεν θα είμαι εκεί. Θα έχω γίνει ένα λευκό σύννεφο, η το κυπαρίσσι που στέκει πίσω από το παράθυρο, ή πάλι εκείνο το αεράκι που σε τύλιγε καθώς πλησίαζες, ή το αστέρι που καταφέρνει να λάμπει παρά το φως του φεγγαριού, ή η μελάνη που είδες να απλώνει σαν αίμα πάνω στη λευκή σελίδα ή μια μαργαρίτα μ’ ένα μόνο πέταλο πάνω στο μίσχο της. Θα βγεις πάλι και θα βαδίσεις προς το ξέφωτο με τις μαργαρίτες. Θα σταθείς εκεί. Ούτε εσύ θυμάσαι ποια κρύβει το μυστικό σου. Εκεί ανάμεσα στις κομμένες θα βρεις μία μ’ ένα μόνο πέταλο απείραχτο στο μίσχο της.
Το νιώθω. Θα ‘ρθεις μια νύχτα να με βρεις. Θ’ ακούω τα βήματά σου να τρίζουν ελαφρά πάνω στη δροσιά της χλόης. Το νιώθω.Όμως εγώ δεν θα υπάρχω πια.

Thursday, February 1, 2007

Μάθημα ανθρωπογνωσίας

Είμαι ένα μικρό παιδί που προσποιείται το μεγάλο για να σας ξεγελά έμαθα τη γλώσσα σας τον τρόπο που μιλάτε που τρώτε που γελάτε κι όταν χρειάζεται μαζί σας τραγουδώ κι ετσι κανείς ποτέ σας δε θα μάθει γιατί μόλις η νύχτα ανοίγει τα φτερά της ή και χωρίς αυτή κάθε φορά που κλείνω τα μάτια χάνεστε με μιας κανείς σας δεν υπάρχει κι η γλώσσα μου γίνεται ξανά ήχοι ανάκατοι χωρίς ειρμό με σύμφωνα πολλά που ο λαιμός σας δε μπορεί να τα προφέρει ή άλλες με φωνήεντα μακρά όπως αυτά που μες στην έκπληξη σας ή στο πόνο σας θυμάστε και προπαντός κανείς σας δε θα μάθει πως κάνω τα χέρια μου πινέλα κι αρχίζω μέσα στη νύχτα να τραβώ γραμμές κόκκινες κίτρινες μαβιές πράσινες γκρίζες και χρυσές ύστερα τις φυσώ και αποκτούν ζωή κινούνται μεγαλώνουν γίνονται θάλασσα βαθειά και στο βυθό της κολυμπώ ξέρετε πως όπως στα όνειρά σας μόνο που το ξεχνάτε το πρωί γιατί στο φως νομίζετε πως ήσαστε σπουδαίοι με δικηγόρους και γιατρούς με δικαστές χρηματιστές παπάδες και πολιτικούς ίππους πολλούς μηχανικούς σινιέ ρουχάκια μυς γυμνασμένους και σκληρούς στήθη και κώλους πλαστικούς και οι γραμμές μου γίνονται ουρανός κι εγώ κάνω τα χέρια μου φτερά και τραγουδώ μαζί με τα πουλιά και σας κοιτώ από ψηλά να μοιάζετε ασήμαντες κουκίδες τόσες πολλές που μουτζουρώνετε τη γη σαν τα σκουπίδια που πετάτε εδώ κι εκεί σαν τους καπνούς που αφήνετε παντού κι είστε πολλοί και τρέχετε σα φοβισμένοι ποντικοί χωρίς να ξέρετε για πού σαν κάτι να σας κυνηγά σπίτια να κτίζετε ψηλά σε θάλασσες και σε βουνά κάτι να ψάχνετε παντού και να ξεχνάτε το παιδί που μέσα σας κουρνιάζει και φτιάχνει μαγικούς βυθούς απέραντους καθάριους ουρανούς δίνει στα χρώματα ζωή και στη ζωή σας τη στιγμή που να χωράει το κάθε τι μα η νύχτα φέρνει την αυγή κι εγώ είμαι ένας από σας που πότε πότε υποκρίνομαι πως τάχα είμαι παιδί να ξεγελώ τη πίκρα μου που είμαι ένας από σας που είμαι ένας από μας.